Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Αλ.Τσίπρας: Η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μια περίοδο σταθερότητας και ανάκαμψης (βίντεο)


«Έχουμε μια συμφωνία που μπορεί επιτέλους να δώσει προοπτική στην ελληνική οικονομία και στον ελληνικό λαό», ανέφερε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μιλώντας σε συνέδριο του Economist, το βράδυ της Πέμπτης, ενώ τόνισε ότι η κυβέρνηση επιμέρισε δίκαια τα βάρη της δημοσιονομικής προσαρμογής και τώρα βάζει τα θεμέλια για μια «βιώσιμη δίκαιη ανάπτυξη».



Τον προβληματισμό του για την πορεία της Ευρώπης, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Αγγλία, διατύπωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μιλώντας απόψε στο συνέδριο του Economist, τονίζοντας ότι «ως Ευρώπη, μπαίνουμε σε μια περίοδο αναστοχασμού, εσωστρέφειας και βαθέως προβληματισμού γύρω από το μέλλον και την πορεία της Ένωσης».


Είναι πλέον σαφές ότι δεν μπορεί να προχωρήσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα αν στα δύσκολα επανέρχονται οι εθνικές στρατηγικές και αναζητούνται αποδιοπομπαίοι τράγοι να φορτωθούν τις
ευθύνες, είπε ο πρωθυπουργός . Σημείωσε ότι η γήρανση του πληθυσμού, η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας, ο δημόσιος και ιδιωτικός υπερδανεισμός, η έλλειψη επενδύσεων και η μετατόπιση των τεκτονικών πλακών της παγκόσμιας οικονομίας, δικαιώνουν στην πράξη τις προοδευτικές φωνές, όσων ζητούσαμε μια διαφορετική αντιμετώπιση της κρίσης.
«Αυτές οι σκέψεις και η αγωνία για το μέλλον της Ευρώπης είναι ο πραγματικός ευρωπαϊσμός και όχι η παθητική προσκόλληση στο ηγεμονικό στάτους κβο, που την χωρίζει σε πλούσιο κέντρο και φτωχούς περιφερειακούς εταίρους», δήλωσε ο πρωθυπουργός . Πρόσθεσε ότι , είναι αυτή η παγίωση της άνισης οικονομικής ισχύος και της εισοδηματικής απόκλισης που αμφισβητεί τη θεσμική ισοτιμία των κρατών μελών, τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό και υπονομεύει την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Παρεμβαίνοντας στην συζήτηση για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει την γρηγορότερη δυνατή εξειδίκευση των μέτρων της συμφωνίας για το χρέος και την αναθεώρηση προς τα κάτω των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, ώστε να αρθεί οριστικά η αβεβαιότητα γύρω από την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Διότι, είπε ο κ. Τσίπρας, όλοι αναγνωρίζουν είτε δημοσίως είτε ιδιωτικώς ότι είναι απολύτως αδύνατον να διατηρηθούν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% μετά το 2018 αν δεν θέλουμε να πνίξουμε την ελληνική οικονομία και αν δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε συνθήκες διαρκούς και μακροχρόνιας στασιμότητας. Τα πρωτογενή πλεονάσματα με δεδομένα τα αποτελέσματα της υφεσιακής εξαετίας σε κράτος, κοινωνία και εργαζόμενους, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα 1,5 με 2%. Αυτό είναι κοινό μυστικό, είπε ο πρωθυπουργός και τόνισε ότι «ας μη κάνουμε ότι ξαφνιαζόμαστε ή ότι ανακαλύπτουμε την Αμερική όταν μιλάμε για αυτό».
Στο σημείο αυτό άσκησε έντονη κριτική κατά των προηγούμενων κυβερνήσεων υπενθυμίζοντας ότι η συμφωνία του 2012 προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% από το 2016 μέχρι το 2031 και πρόσθεσε ότι παρά λοιπόν το γεγονός ότι όλοι γνώριζαν πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο και οικονομικά και κοινωνικά, προσποιούνταν ότι όλα πηγαίνουν καλά. Αυτή την πρακτική της μετάθεσης του προβλήματος και της προσποίησης, οφείλουμε όλοι να την σταματήσουμε, είπε ο κ. Τσίπρας.

Το τραπεζικό σύστημα

Ο πρωθυπουργός εξέφρασε την ικανοποίησή του για την χθεσινή επαναφορά του waiver και την επικείμενη ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, υπογραμμίζοντας ότι εξασφαλίζουν την άμεση πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στο φθηνό δανεισμό των τυπικών μηχανισμών της ΕΚΤ και μειώνουν την εξάρτηση από τον ακριβότερο έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας ELA.
Αυτό, σημείωσε, συνεπάγεται περισσότερη και φθηνότερη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και μείωση του χάσματος στο κόστος δανεισμού μεταξύ των επιχειρήσεων Βορρά-Νότου.
Σταδιακά ανακτούμε την πιστοληπτική μας ικανότητα και συνεπώς την ταχύτερη επάνοδό μας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, είπε ο κ. Τσίπρας , ενώ δήλωσε ότι ο μηχανισμός αναδιάρθρωσης επιχειρηματικών δανείων βοηθά την αναχρηματοδότηση των βιώσιμων επιχειρήσεων, εκτοπίζει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές και συμβάλλει στην κατανεμητική αποτελεσματικότητα των πόρων, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι άφθονοι.


Εργασιακά

Ο πρωθυπουργός επανέλαβε τη θέση του για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων , ενώ επισήμανε ότι «επιμένουμε στην εκτίμηση ότι η επίθεση στο βασικό μισθό και τα εργασιακά κεκτημένα είναι ο ολισθηρός δρόμος που οδηγεί σ' έναν ανταγωνισμό προς τα κάτω, με χαμηλότερες αμοιβές και συνεχή παραγωγική υποβάθμιση».
Ο κ. Τσίπρας είπε ότι η αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας προς την εξωστρέφεια, απαιτεί χρόνο και στοχευμένες επενδύσεις και δεν επιτυγχάνεται με έτοιμες, ξενόφερτες συνταγές νεοφιλελεύθερης έμπνευσης όπως η εσωτερική υποτίμηση και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Και επίσης, πρόσθεσε, δεν μπορεί η ανάπτυξη να στηριχτεί στη συντριβή της εργασίας. Και αυτό το «δεν μπορεί» έχει δύο έννοιες: Δεν μπορεί σημαίνει και δεν είναι αντικειμενικά δυνατό, αλλά ταυτόχρονα έχει και μια πολιτική, ηθική, κανονιστική διάσταση. «Δεν μπορεί»: δηλαδή δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Και δε θα το επιτρέψουμε.
Ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι κατά τη δεύτερη αξιολόγηση θα πρέπει όλες οι πλευρές να επιδείξουν την αντίστοιχη δέσμευση ώστε να αποφύγουμε φαινόμενα και πρακτικές καθυστερήσεων που υπονομεύουν τη δυναμική της ανάκαμψης. Για την στάση της κυβέρνησης , διαβεβαίωσε ότι «εμείς θα προσέλθουμε εγκαίρως στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, ενόψει της 2η αξιολόγησης, με μια επεξεργασμένη πρόταση για τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς εργασίας στο πλαίσιο των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών».

Παράλληλα ο πρωθυπουργός σημείωσε την ανάγκη ανάκαμψης των ιδιωτικών επενδύσεων διευκρινίζοντας ότι ιδιωτικές επενδύσεις μπορούν να συμπαρασύρουν μόνο στοχευμένες δημόσιες επενδύσεις που θα δημιουργήσουν κλίμα γενικευμένης ανάκαμψης.

Αναμένουμε τώρα και οι εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις να αντιστρέψουν την υποχώρηση των προηγούμενων ετών, είπε ο κ. Τσίπρας αναφερόμενος στον αναπτυξιακό νόμο που ψήφισε πρόσφατα η κυβέρνηση.
ΑΠΕ-ΜΠΕ


Ολόκληρη η ομιλία του πρωθυπουργού στο συνέδριο του Economist
Κυρίες και κύριοι,
Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση να κλείσω τις εργασίες του ετήσιου συνεδρίου του Economist  γύρω από την ανάπτυξη και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Το φετινό σας Συνέδριο λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο όπου η ελληνική οικονομία  εισέρχεται σε εντελώς νέα φάση.
Πρόκειται, μετά από πολύ καιρό, για μια περίοδο σταθερότητας και ανάκαμψης.
Η χώρα βγαίνει από την εκκρεμότητα και προχωρά δυναμικά στην ανάκτηση του χαμένου χρόνου και στη διόρθωση των απωλειών που άφησε η βαθιά ύφεση των προηγούμενων έξι ετών.
Οι προϋποθέσεις, πιστεύω πως  πάντοτε υπήρχαν και όλοι αναγνωρίζουν τις συγκρατημένες δημιουργικές δυνάμεις της χώρας που ελευθερώνονται με το πέρας της αξιολόγησης.
Παρά την καθυστέρηση και την πολυεπίπεδη διαπραγμάτευση για το γεφύρωμα των επιμέρους διαφωνιών και των διαφωνιών μεταξύ των θεσμών, έχουμε επιτέλους μια συμφωνία για την κρίσιμη πρώτη αξιολόγηση, που δίνει, για πρώτη φορά, περιθώρια αισιοδοξίας για την οριστική έξοδο από την κρίση.
Έχουμε μια συμφωνία που μπορεί επιτέλους να δώσει προοπτική, όχι μόνο στην ελληνική οικονομία, αλλά και στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό.
Ειδικά στο ζήτημα του χρέους, η δεσμευτική εγγύηση των εταίρων μας για άμεσες παρεμβάσεις, ώστε να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κι ο καθορισμός ενός ανώτατου ορίου  εξυπηρέτησής του, της τάξης του 15% του ΑΕΠ ετησίως, στέλνουν, νομίζω, ένα ισχυρότατο μήνυμα στις αγορές και τους διεθνείς επενδυτές, ότι η ανάπτυξη της Ελλάδας δεν θα παρεμποδίζεται, από εδώ και στο εξής από τις υποχρεώσεις  εξυπηρέτησης του χρέους.
Κι αυτή είναι νομίζω είναι η πιο στέρεα έννοια βιωσιμότητας.
Το επόμενο διάστημα, βεβαίως, θα επιδιώξουμε την γρηγορότερη δυνατή εξειδίκευση των μέτρων, σε ότι αφορά τα μέτρα  της συμφωνίας για το χρέος και, ειδικότερα, στην αναθεώρηση, προς τα κάτω, των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα, από το 2018 και μετά, ώστε να αρθεί οριστικά η αβεβαιότητα γύρω από την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Έχουμε αναλάβει μια υποχρέωση. Θα την τηρήσουμε και είναι πράγματι σημαντικό, για πρώτη φορά, να αποδείξουμε ότι μπορούμε να τηρούμε τις δεσμεύσεις μας και να φθάσουμε στο 3,5% το 2018.
Από εκεί και πέρα, όμως,  και, πιστεύω ότι όλοι το αναγνωρίζουν, είτε δημοσίως, είτε ιδιωτικώς, είναι προφανές ότι θα πρέπει να πάμε σε πιο ρεαλιστικούς στόχους. Διότι είναι απολύτως αδύνατον, πρωτογενή πλεονάσματα  του ύψους του 3,5%, μετά το 2018,  να διατηρηθούν και, μάλιστα, για αρκετά χρόνια. Εκτός αν θέλουμε να πνίξουμε την ελληνική οικονομία και να έχουμε διαρκώς συνθήκες μακροχρόνιας στασιμότητας. Πιστεύω ότι κανείς δεν το θέλει αυτό.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα  με δεδομένα τα  αποτελέσματα της υφεσιακής εξαετίας σε κράτος, κοινωνία και εργαζόμενους, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 1,5 με 2%.  Και αυτό νομίζω είναι κοινό μυστικό.
Ας μη κάνουμε ότι ξαφνιαζόμαστε ή ότι ανακαλύπτουμε την Αμερική όταν μιλάμε για αυτό.
 Άρα, ας τολμήσουμε με ειλικρίνεια να ανοίξουμε τη συζήτηση.
Ας τολμήσουμε να πούμε ότι πρώτα πρέπει να μπουν ρεαλιστικοί στόχοι και στην συνέχεια να συζητήσουμε στη βάση αυτών των ρεαλιστικών στόχων για την μελέτη βιωσιμότητας του χρέους.
Γιατί, δυστυχώς, μέχρι σήμερα, γινόταν το ακριβώς αντίθετο.
Καταλήγανε πρώτα στη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, αν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων, που προβλέπονταν εκεί, ήταν ή δεν ήταν ρεαλιστικοί.
Έτσι, για παράδειγμα η συμφωνία του 2012 προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα  της τάξης του 4,5% από το 2016 ως το 2031, για πάνω από δεκάξι χρόνια.
Παρά λοιπόν το γεγονός ότι όλοι,  μηδενός εξαιρουμένου, γνώριζαν πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο οικονομικά και κοινωνικά,, όλοι προσποιούνταν ότι μπορεί να συμβεί.  Προσποιούνταν ότι όλα πηγαίνουν καλά.
Αυτή την πρακτική της μετάθεσης και της προσποίησης της μετάθεσης  του προβλήματος και της προσποίησης, οφείλουμε όλοι να την σταματήσουμε.
Και τώρα υπάρχουν επιτέλους οι προϋποθέσεις για να ανοίξει, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, αυτή η συζήτηση.
Με δεδομένο, μάλιστα, ότι σε κάθε περίπτωση έχουμε ήδη κερδίσει κάτι σημαντικό, Να μην συνδέεται,  πια, στη δημόσια συζήτηση στην Ευρώπη ο όρος –exit  με την Ελλάδα.
Και σε αυτό το ασφαλές πλαίσιο πρέπει να θέσουμε σήμερα, επιτέλους, τις βάσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με στόχο τη «δίκαιη ανάπτυξη» και με απόλυτη προτεραιότητα την μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα, που πρέπει να φθάσει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και να πούμε ότι επιστρέφουμε επιτέλους στην κανονικότητα.
Το μεταρρυθμιστικό σχέδιο της κυβέρνησης, είναι βασισμένο στα ιδιαίτερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας κι απαντά στις επείγουσες κοινωνικές ανάγκες της χώρας.
Μετασχηματίζουμε δομικά το κράτος ,ώστε να διευκολύνει την αναπτυξιακή διαδικασία, διασφαλίζοντας ισότητα στους όρους και στην πρόσβαση για όλους.
Χτυπάμε την κοινωνική ανισότητα στη ρίζα της, δηλαδή στην άνιση και εκλεκτική φορολογική μεταχείριση που κάποιοι απολάμβαναν μέχρι σήμερα και, μάλιστα, με την ανοχή του κράτους.
Μεγιστοποιούμε την κοινωνική απόδοση και του τελευταίου ευρώ του Έλληνα φορολογούμενου, σε κοινωνικές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας.
Προωθούμε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, με επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, που εξασφαλίζουν νέες, σταθερές και καλά αμειβόμενες, -αξιοπρεπώς αμειβόμενες- , θέσεις εργασίας, με επίκεντρο το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.
Κατά την προηγούμενη περίοδο, κατά τη δύσκολη φάση της υποχρέωσής μας να εξειδικεύσουμε μέτρα, ηπιότερης μεν, αλλά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, βασικό μέλημά μας ήταν να επιμερίσουμε δίκαια τα βάρη.
 Και τώρα είναι καιρός να γίνει το ίδιο με τα οφέλη της ανάπτυξης.  Είναι ένας πιο ευχάριστος πονοκέφαλος, αλλά είναι και αυτό εξίσου σημαντικό.  Να επιμερίσουμε δίκαια τα οφέλη της ανάπτυξης.
Μόνο έτσι θα ανακόψουμε τη μετανάστευση των πλέον δημιουργικών δυνάμεων του τόπου και θα πείσουμε όσους βρίσκονται έξω, να γυρίσουν στην Ελλάδα, στην πατρίδα μας και να συμβάλλουν στην ανοικοδόμηση της χώρας.
Το αναπτυξιακό μας υπόδειγμα αξιοποιεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας. Την γεωπολιτική της  θέση, καθώς και τη συσσωρευμένη τεχνογνωσία, σε κλάδους που καταξιώνονται διαχρονικά στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθούν σε κίνηση τα παραπάνω, είναι το οξυγόνο της οικονομίας - δηλαδή η ρευστότητα και η διοχέτευσή της στους παραγωγικούς-εξωστρεφείς τομείς.
Το προηγούμενο διάστημα καταφέραμε να θωρακίσουμε, παρά τις δυσκολίες, την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος και σπάσαμε αυτό που πολλές φορές έχω ονομάσει  αμαρτωλό τρίγωνο διαπλοκής ανάμεσα σε ΜΜΕ,  τράπεζες και πολιτικό σύστημα, ώστε να μην χάνεται ούτε ένας πολύτιμος πόρος ρευστότητας από τη χρηματοδότηση υγιών-παραγωγικών επιχειρήσεων.
Το χθεσινό, σημαντικό νέο της επαναφοράς του waiver και η επικείμενη ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εξασφαλίζουν την άμεση πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στο φθηνό δανεισμό των τυπικών μηχανισμών της ΕΚΤ και μειώνουν την εξάρτηση από τον ακριβότερο έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας των ELA.
Αυτό συνεπάγεται περισσότερη και φθηνότερη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και μείωση του χάσματος στο κόστος δανεισμού, μεταξύ των επιχειρήσεων στη χώρα μας και σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού Βορρά της κεντρικής Ευρώπης.
Σταδιακά ανακτούμε την πιστοληπτική μας ικανότητα και συνεπώς την ταχύτερη επάνοδό μας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
Παράλληλα, ο μηχανισμός αναδιάρθρωσης επιχειρηματικών δανείων βοηθά την αναχρηματοδότηση των βιώσιμων επιχειρήσεων, εκτοπίζει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές και συμβάλλει στην κατανεμητική αποτελεσματικότητα των πόρων, που έτσι κι αλλιώς όλοι γνωρίζουμε ότι δεν βρίσκονται σε αφθονία.
 Το σύγχρονο πλαίσιο εξωδικαστικών επιλύσεων για υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, αντιμετωπίζει συνολικά τα χρέη προς τις τράπεζες, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, εξασφαλίζοντας την ίση μεταχείριση μεταξύ μικρών και μεγάλων οφειλετών.
Ο νέος αναπτυξιακός νόμος, που ψηφίσαμε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, αποτυπώνει και θεσμικά την αναπτυξιακή μας στρατηγική.
Εκεί διαμορφώνεται το λεπτομερές πλαίσιο για το συντονισμό των κινήτρων με τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα και τους αναπτυξιακούς στόχους για την δίκαιη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Ειδικότερα, επιδιώκει τον αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας προς τη δημιουργία καινοτομικών, εξωστρεφών, δυναμικών επιχειρήσεων, με έμφαση στο εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας, στην προώθηση των συνεργασιών, και στην στήριξη των ΜμΕ της χώρας.
Για πρώτη φορά, η ενίσχυση και τα κίνητρα παρέχονται με φοροαπαλλαγές που συνδέονται με την απόδοση (στοχεύουμε το 45% του συνόλου των ενισχύσεων να δίνεται μέσω φοροαπαλλαγών – πλησιάζοντας έτσι τον μέσον όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 54%) και όχι όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, όπου το 95% ήταν επιχορηγήσεις για δαπάνες που δεν παρακολουθούσε κανείς μετά την εκταμίευση τους.
Οι προτεραιότητες του νέου αναπτυξιακού νόμου καθορίζουν τη διοχέτευση των πόρων του ΕΣΠΑ σε ένα ενιαίο πλαίσιο.
Εστιάζουμε σε οκτώ άξονες προτεραιότητας στους οποίους η χώρα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα: την αγροτοδιατροφή, την υγεία και τα φάρμακα, τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, την ενέργεια, το περιβάλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη, τις μεταφορές και την εφοδιαστική αλυσίδα, τα υλικά και τις κατασκευές, τον πολιτισμό και βεβαίως τον τουρισμό.
Έχουμε ήδη προχωρήσει εμπροσθοβαρώς στην ενεργοποίηση του 25% του νέου ΕΣΠΑ και, μέχρι τέλος Σεπτέμβρη, στοχεύουμε να έχουμε φτάσει στο 50% - ποσό που θα ξεπερνά τα 9 δις ευρώ.
Έχουμε μια σημαντική πρωτιά, για πρώτη φορά ως τώρα στην ιστορία μας στην Ε.Ε. Είμαστε πρώτοι στην απορροφητικότητα και αίρουμε συνεχώς γραφειοκρατικά εμπόδια που παρακωλύουν τη χρηματοδότηση έργων σε εκκρεμότητα.
Στο σχεδιασμό του ΕΣΠΑ 2014 – 2020 ενθαρρύνεται η δημιουργία συνεργατικών σχημάτων. 
Χρησιμοποιούνται οι κλασικές ενισχύσεις (grants), αλλά κάτω από έναν νέο σχεδιασμό, όπου οι ωφελούμενοι και κυρίως οι ΜμΕ, θα είναι περισσότερες κατ’ αναλογία.
Αξιοποιούμε τα νέα χρηματοοικονομικά εργαλεία ανακυκλώσιμης μορφής για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις: συμμετοχή στη μετοχική σύνθεση, συνεπένδυση, επιμερισμό ρίσκου, εγγυήσεις, αλλά και άλλες επενδυτικές πλατφόρμες ή ειδικά επενδυτικά οχήματα για ανταποδοτικές υποδομές σε μια σειρά υποσχόμενων πεδίων, στην ενέργεια, στη διαχείριση απορριμμάτων, στις τουριστικές υποδομές,  στις μεταφορές, στα δίκτυα.
Ταυτόχρονα, συγκεντρώνουμε όλα τα επιμέρους διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, υπό τη στέγη μιας δημόσιας αναπτυξιακής τράπεζας, και δημιουργούμε εγγυητικά σχήματα που διευκολύνουν την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου.
Επιπρόσθετα επιδιώκουμε την πλήρη αξιοποίηση των κονδυλίων του πακέτου Junker.
Ήδη εγκρίθηκαν προς ένταξη στο πρόγραμμα 42 επενδυτικά σχέδια, συνολικού ύψους 5,6 δις. Ευρώ.
Πυλώνες του προγράμματος είναι το  Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Το μεν πρώτο θα αναλαμβάνει τα έργα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η δε Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων τα έργα σε υποδομές.
Την ίδια στιγμή, μεγάλοι ευρωπαϊκοί αναπτυξιακοί οργανισμοί όπως η EBRD και η ΚfW, εκδηλώνουν έντονα την πρόθεση τους να χρηματοδοτήσουν ελληνικά επενδυτικά σχέδια.
Και ας μην ξεχνάμε ότι η  ολοκλήρωση της αξιολόγησης συνοδεύεται από την εκταμίευση 3,5 δις ευρώ για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου. Τα 1,8 δις ήδη εκταμιεύθηκαν και μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου θα καλυφθούν τα υπόλοιπα 1,7.
Σε συνδυασμό με τα κεφάλαια ύψους 6,75 δις ευρώ του ΕΣΠΑ,  θα έχουμε αθροιστικά μια ενίσχυση ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία ύψους 10.3 δις ευρώ μέχρι το τέλος του έτους.
Να λοιπόν, γιατί είμαστε αισιόδοξοι, ότι τελικά τα αποτελέσματα του ΄16 θα είναι πολύ καλύτερα από τις προβλέψεις και θα είναι μια καλή εκκίνηση για να πιάσουμε και να ξεπεράσουμε τους αναπτυξιακούς στόχους του 2017.
Στόχος όλων των παραπάνω δράσεων είναι η κάλυψη του επενδυτικού κενού μέσω μιας αναγκαίας επενδυτικής έκρηξης, που θα συμπαρασύρει και την ιδιωτική πρωτοβουλία στην αναχαίτιση της παρατεταμένης αποεπένδυσης των προηγούμενων ετών στην Ελλάδα.
Διότι από το 2007 μέχρι σήμερα έχουν χαθεί τα 2/3 των συνολικών επενδύσεων.
Καταναλώσαμε το παραγωγικό μας κεφάλαιο, όσο βάθαινε η ύφεση, εξαιτίας της υπερβολικά απότομης εσωτερικής υποτίμησης μισθών-τιμών, στο όνομα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας.
Σήμερα, η ανταγωνιστικότητα της εργασίας υποχωρεί ξανά, γιατί, παρά τη μεγάλη προσαρμογή στην πλευρά του κόστους, που έγινε, η μείωση των επενδύσεων ανά εργαζόμενο μειώνει την παραγωγικότητα της εργασίας, σε βαθμό που υπερκαλύπτει τη μείωση του κόστους εργασίας. Και η αιτία κατά τον ΟΟΣΑ είναι η συρρίκνωση των επενδύσεων.
Για αυτό και επιμένουμε στην εκτίμηση ότι η επίθεση στο βασικό μισθό και τα εργασιακά κεκτημένα είναι ο ολισθηρός δρόμος που οδηγεί σ’ έναν ανταγωνισμό προς τα κάτω, με χαμηλότερες αμοιβές και συνεχή παραγωγική υποβάθμιση.
Ενδεικτικά για την περίπτωση μας, από το 2009 οι αμοιβές στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 25 δισ. ευρώ και η συνολική ζήτηση κατά 53 δισ.
Όμως οι εξαγωγές αυξήθηκαν μόλις κατά 3,8 δισ. Ευρώ, έτσι καταγράφηκαν το 2014.
Το εύρημα αυτό γίνεται πιο ενοχλητικό, αν αναλογιστούμε ότι οι βασικές χώρες - προορισμοί για τα προϊόντα μας, το ίδιο διάστημα, αύξησαν την ζήτηση τους για εισαγωγές.
Επομένως, η αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας προς την εξωστρέφεια, απαιτεί χρόνο και στοχευμένες επενδύσεις και δεν επιτυγχάνεται με έτοιμες, ξενόφερτες συνταγές νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, όπως η εσωτερική υποτίμηση και η απορύθμιση της αγοράς εργασίας.
 Όπως πολλές φορές, εξάλλου, έχω δηλώσει, δεν μπορεί η ανάπτυξη να στηριχτεί στη συντριβή της εργασίας.
Και αυτό το «δεν μπορεί» έχει δύο έννοιες: Δεν μπορεί, σημαίνει και δεν είναι αντικειμενικά δυνατό, αλλά ταυτόχρονα έχει και μια πολιτική, ηθική, κανονιστική διάσταση.
«Δεν μπορεί»: δηλαδή δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Και δε θα το επιτρέψουμε.
 Κατά τραγική ειρωνεία, πολλοί επιστημονικοί σύμβουλοι του Ταμείου αμφισβητούν τώρα την αποτελεσματικότητα τέτοιων συνταγών σε μια χώρα που βρίσκεται σε ύφεση.
Βέβαια, εμείς, όταν επιμέναμε από την αρχή της κρίσης ήμασταν  ακραίοι. Ας είναι. Aρκεί να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε έστω και τώρα.
Για την αντιστροφή, όμως, της κατάστασης, είναι απαραίτητη η ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων.
 Αλλά ιδιωτικές επενδύσεις μπορούν να συμπαρασύρουν μόνο στοχευμένες δημόσιες επενδύσεις, που θα δημιουργήσουν κλίμα γενικευμένης ανάκαμψης.
Για αυτό το λόγο, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον και τον προϋπολογισμό προσαρμογής που κάναμε για το 2016, επιδιώξαμε και καταφέραμε νa αυξήσουμε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων κατά 250 εκατ. ευρώ και, για το 2017, θα φθάσει περίπου στο 1δισ. ευρώ.
Ενδεικτικά, το 2016, το εθνικό σκέλος του ΠΔΕ είχε αυξηθεί στα 750 εκατ. ευρώ από τα 700 εκατ. το 2015.
Στόχος για το  2019-20 είναι το ΠΔΕ να ανέβει στο 1,25 δισ. Ευρώ.
Αναμένουμε, τώρα, και οι εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις να αντιστρέψουν την υποχώρηση των προηγούμενων ετών.
Γιατί η εμπιστοσύνη των ελλήνων επενδυτών στην προοπτική της χώρας μας είναι το ισχυρότερο σήμα και για την προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.
Συμπερασματικά, εφαρμόζουμε ένα συνεκτικό αναπτυξιακό σχέδιο και προωθούμε δραστικές αλλαγές στο κράτος.
Παράλληλα, με την δημοσιονομική εξισορρόπηση, εισάγουμε ένα πλέγμα παρεμβάσεων για την πάταξη του λαθρεμπόριου καυσίμων-τσιγάρων, την φορολόγηση των αδήλωτων εισοδημάτων, την απόδοση ΦΠΑ μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών, το περιουσιολόγιο μέχρι το τέλους του έτους.
Στόχος μας είναι να αντιμετωπίσουμε, στην πράξη, κι όχι δημαγωγικά, όπως γινόταν μέχρι σήμερα, αυτές τις εστίες φοροδιαφυγής, για να μειώσουμε, προοδευτικά, τους φορολογικούς συντελεστές και τα βάρη από το σύνολο της κοινωνίας και της οικονομίας.
Με δική μας πρωτοβουλία εντάχθηκαν τα παραπάνω μέτρα στη συμφωνία, ως εναλλακτικές πηγές εσόδων. Και τώρα επιταχύνουμε την εφαρμογή τους.
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Έχουμε αποδείξει τη δέσμευση μας στην επιτυχία της συμφωνίας  του περασμένου Ιουλίου, αλλά δεν υπάρχει περιθώριο για χάσιμο χρόνου.
Κατά τη δεύτερη αξιολόγηση, θα πρέπει, όλες οι πλευρές, να επιδείξουν την αντίστοιχη δέσμευση, ώστε να αποφύγουμε φαινόμενα και πρακτικές καθυστερήσεων που υπονομεύουν τη δυναμική της ανάκαμψης.
Εμείς θα προσέλθουμε εγκαίρως στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, ενόψει της 2η αξιολόγησης, με μια επεξεργασμένη πρόταση για τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς εργασίας, στο πλαίσιο των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών.
Είναι γεγονός ότι η ανεργία βρίσκεται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα και η ελληνική αγορά εργασίας είναι κατακερματισμένη.
Επομένως, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να επιστρέψει το ρυθμιστικό και προστατευτικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας στην κανονικότητα.
Να μπει ένα τέλος στην κατάσταση εξαίρεσης που επικρατεί στην αγορά εργασίας τα τελευταία έξι χρόνια.
Και αυτό δεν αποτελεί μια ιδεοληπτική εμμονή της Αριστεράς.
 Αντιθέτως, έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλει με θετικό τρόπο στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την ανταγωνιστικότητα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, εξάλλου, ότι στην λίστα με τις πλέον ανταγωνιστικές χώρες του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, στις κορυφαίες θέσεις φιγουράρουν χώρες με αυστηρότατη ρύθμιση της αγοράς εργασίας αλλά και με υψηλότατους μισθούς.
Είναι ακριβώς λοιπόν η πραγματικότητα που διαψεύδει τις θεωρητικές καρικατούρες των οικονομολόγων της σχολής του Σικάγο και των λοιπών φανατικών της απορύθμισης.
Εξάλλου, το επιχείρημα ότι, στην Ελλάδα, η εσωτερική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από υπερβολική ρύθμιση, είναι απολύτως ανακριβές.
Μέχρι κι οι εργοδοτικοί φορείς θεωρούν ότι το διαλυτικό πλέγμα μέτρων που εφαρμόστηκε κατά τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης, είναι υπερβολικό και οφείλει να αντιστραφεί.
Η διατήρηση και η  περαιτέρω διεύρυνση της απορρύθμισης έχει ήδη αποδειχθεί αντιπαραγωγική για όλους.
Είναι εις βάρος των εργαζομένων, εις βάρος των επιχειρήσεων, αλλά και εις βάρος του εθνικού στόχου για μείωση της ανεργίας σε κανονικά επίπεδα.
Διότι, ήδη, έχουμε οδηγηθεί στη δημιουργία εργαζομένων δυο ταχυτήτων, υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης και άρα στην παγίωση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Οι χαμηλοί μισθοί και οι ελαστικές σχέσεις, εξάλλου, έχουν μειώσει τόσο την παραγωγικότητα όσο και την ενεργό ζήτηση.
Το δικαίωμα στην ασφαλή και δημιουργική εργασία δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ευτελιστεί σε μια μηχανιστική βιοποριστική διαδικασία χαμηλών προσδοκιών.
Στη μακρά μεταπολεμική ευρωπαϊκή παράδοση της ευημερίας και της ασφαλούς και προστατευμένης εργασίας, στηρίχτηκε το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και σ’ αυτήν αντανακλώνται τα ιδεώδη και οι δημοκρατικές αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υποχωρώντας από αυτό το ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να τροφοδοτούμε τον ευρωσκεπτικισμό και την επιστροφή στις αυτόνομες εθνικές πορείες.
Η προσφυγική κρίση, η χρόνια οικονομική στασιμότητα και η χαριστική βολή του δημοψηφίσματος για την παραμονή της Βρετανίας στην Ένωση, που ανεξαρτήτως αποτελέσματος αφήνει μια βαριά πληγή στο ευρωπαϊκό σώμα, σηματοδοτούν ότι είναι καιρός να εγκαταλείψουμε, ως Ευρώπη, την μερική και αποσπασματική αντιμετώπιση των επιμέρους κρίσεων για να αντιμετωπίσουμε συνολικά την κρίση της Ευρώπης και τα αίτια πίσω από αυτήν.
 Πριν ανέβω στο βήμα, έμαθα πως οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν πιο αισιόδοξα μηνύματα, ότι μάλλον αποφεύγουμε τα χειρότερα.
 Ωστόσο, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, σήμερα, ως Ευρώπη, μπαίνουμε σε μια περίοδο αναστοχασμού, εσωστρέφειας και βαθέως προβληματισμού, γύρω από το μέλλον και την πορεία της Ένωσης.
Είναι, πλέον, σαφές ότι δεν μπορεί να προχωρήσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα αν, στα δύσκολα, επανέρχονται οι εθνικές στρατηγικές και αναζητούνται αποδιοπομπαίοι τράγοι να φορτωθούν τις ευθύνες.
Η γήρανση του πληθυσμού, η υποχώρηση της ανταγωνιστικοτητας, ο δημόσιος και ιδιωτικός υπερδανεισμός, η έλλειψη επενδύσεων και η μετατόπιση των τεκτονικών πλακών της παγκόσμιας οικονομίας, δικαιώνουν στην πράξη τις προοδευτικές φωνές, όσων ζητούσαμε μια διαφορετική αντιμετώπιση της κρίσης.
Αυτές οι σκέψεις και η αγωνία για το μέλλον της Ευρώπης είναι ο πραγματικός ευρωπαϊσμός. Και όχι η παθητική προσκόλληση στο ηγεμονικό στάτους κβο, που την χωρίζει σε πλούσιο κέντρο και φτωχούς περιφερειακούς εταίρους.
Αντίθετα, είναι αυτή η παγίωση της άνισης οικονομικής ισχύος και της εισοδηματικής απόκλισης, που αμφισβητεί τη θεσμική ισοτιμία των κρατών μελών, τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό και υπονομεύει την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Οι σκηνές βίας που παρακολουθούμε στη μεγάλη γιορτή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου είναι εκφάνσεις μιας αναζωπύρωσης των εθνικών διαιρέσεων, μέσα την καρδιά της Ευρώπης.
Η Ευρώπη δείχνει να μαθαίνει από τις κρίσεις, αλλά αντιδρά πάντα εκ των υστέρων, πολύ λίγο και πολύ αργά.
Το είδαμε χαρακτηριστικά τόσο στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης αλλά και στην προσφυγική κρίση.
Η οικονομικά αδύναμη Ελλάδα σήκωσε για μεγάλο διάστημα, μόνη της, το βάρος των προσφυγικών ροών, τιμώντας τα ευρωπαϊκά ιδεώδη, ενώ άλλες χώρες διαχώριζαν τη θέση τους, μας κατηγορούσαν αυτάρεσκα και έκλειναν τα σύνορα τους.
Πρέπει, συνεπώς, να σκεφτούμε πιο τολμηρές λύσεις. Και αυτές απαιτούν βαθύτερη οικονομική και πολιτική αμοιβαιότητα και συνεργασία.
Να ξεκινήσουμε από ένα ελάχιστο σημείο συναίνεσης, που θέλει την υπεράσπιση της Ευρωπαϊκής ιδέας, να περνά μέσα από την ανάπτυξη, την συνεργασία και την αλληλεγγύη.
Και να ξαναπάρουν την ευθύνη της οικονομικής διακυβέρνησης η πολιτικοί.
Η Ευρώπη είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στα χέρια των τεχνοκρατών. Και, ιδίως, τεχνοκρατών που, επανειλημμένα, κάνουν λάθος γνωμάτευση και δίνουν λάθος συνταγή.
Και παρά το ότι όλοι το αναγνωρίζουν, αυτοί επιμένουν στο λάθος.
Είμαι όμως αισιόδοξος ότι η Ευρώπη στο τέλος θα δημιουργήσει τις αναγκαίες ιστορικά προωθητικές συνθέσεις.
Ομοίως και η Ελλάδα, έχει αποδείξει ότι είναι ικανή για την υπέρβαση, όταν συστρατευθούν οι δυνάμεις της πίσω από ένα κοινό στόχο.
Κι ο στόχος, ο νέος εθνικός στόχος, είναι, η Ελλάδα του 2021, να είναι μια χώρα που θα έχει επιστρέψει στην κανονικότητα, αυτοδύναμη, με χαμηλή ανεργία και δίκαιη ανάπτυξη που θα διαχέεται σε όλη την κοινωνία.
Σας ευχαριστώ πολύ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε ελεύθερα κι ευγενικά